- ζητημάτιον
- ζητ-ημάτιον, τό, Dim. of foreg. 11, Arr.Epict. 2.16.20, Lib.Decl.46Pr.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζητημάτιον — ζητημάτιον, το (Α) [ζήτημα] μικρό φιλολογικό ή φιλοσοφικό ζήτημα … Dictionary of Greek
ζητημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηματίῳ — ζητημάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητημάτια — ζητημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)